- λόξιγκας
- hıçkırık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λόξιγκας — ο βαθιά εισπνοή με ταυτόχρονη παραγωγή χαρακτηριστικού ήχου που οφείλεται στη συστολή του διαφράγματος: Με έπιασε ένας λόξιγκας που δε σταματούσε με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)